- ημιαυτόματος
- -η, -ο και ημιαυτοματικός, -ή, -ό(για μηχανήματα) αυτός που είναι κατά το ήμισυ αυτόματος, αυτός που λειτουργεί εν μέρει αυτόματα και εν μέρει με εξωτερική ενέργεια («ημιαυτόματο πυροβόλο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιαυτόματος — η, ο αυτός που λειτουργεί εν μέρει αυτόματα, από μόνος του: Ημιαυτόματος μηχανισμός. – Ημιαυτόματο όπλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιαυτοματικός — ή, ό βλ. ημιαυτόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
ρεβόλβερ — το, Ν 1. το περίστροφο 2. ημιαυτόματος περιστρεφόμενος μεταλλουργικός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revolver < ρ. revolve «περιστρέφω» (< λατ. revolvo «κυλώ, τυλίγω ξανά»)] … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek